- πλόσκα
- η, Νξύλινο δοχείο για κρασί, με σχήμα σφαιροειδές αλλά πεπλατυσμένο κατά τον έναν άξονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. ploska < ιταλ. flaska].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλόσκα — η (λ. σλαβ.), ξύλινο δοχείο, φλασκί, τσότρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ploscă — PLÓSCĂ, ploşti, s.f. 1. Vas de lemn, de lut ars, de metal sau de piele, cu capacitate mică, rotund şi turtit, cu gâtul scurt şi strâmt, în care se ţine băutură şi care se poartă atârnat de o curea. ♢ expr. A umbla cu (sau a purta) plosca (cu… … Dicționar Român
φλάσκα — η (λ. λατ.) 1. μεγάλο φλασκί (βλ. λ.). 2. δοχείο νερού ή κρασιού κατασκευασμένο από ξεραμένο καρπό του φυτού «φλασκιά» ή από ξύλο, το νεροκολόκυθο, η τσότρα, η πλόσκα, η τσίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)